- κλειδώ
- Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 54 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλίας του νομού Κυκλάδων.
* * *κλειδῶ, -όω (AM)βλ. κλειδώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… … Dictionary of Greek
Drymalia — Gemeinde Drymalia (1998–2010) Δήμος Δρυμαλίας (Δρυμαλία) … Deutsch Wikipedia
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
κλείδωμα — το (Α κλείδωμα) [κλειδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλειδώνω, η ασφάλιση με κλειδί … Dictionary of Greek
κλείδωση — η (AM κλείδωσις) [κλειδώ] το κλείδωμα νεοελλ. σημείο σύνδεσης ή άρθρωσης δύο πραγμάτων μεταξύ τους νεοελλ. μσν. η άρθρωση τών οστών (α. «κλείδωση τού χεριού». β. «κλείδωση στο γόνατο») … Dictionary of Greek
πολυκλείδωτος — ον, Μ 1. αυτός που έχει κλειδωθεί πολλές φορές ή με πολλά κλειδιά 2. πολύ καλά κλειδωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλειδωτός (< κλειδῶ «κλειδώνω»)] … Dictionary of Greek